ξέβαμμα

ξέβαμμα
και ξεβάψιμο, το [ξεβάφω]
1. εξάλειψη τού χρώματος από ένα βαμμένο αντικείμενο
2. φθορά τού χρώματος, ξεθώριασμα
3. (για μέταλλα) αποχαλύβωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”